foo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]foo (en) άκλιτο
- (πληροφορική) υποκατάστατο ενδεικτικών μεταβλητών που συνήθως ακολουθείται από δεύτερο υποκατάστατο bar
- suppose we have two objects, foo and bar - ας υποθέσουμε ότι έχουμε δύο αντικείμενα: foo και bar