exposure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exposure | exposures |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exposure (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκθεση, υποβολή κάποιου ή κάτι στην επίδραση εξωτερικών βλαβερών παραγόντων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποκάλυψη, το να δείχνει τα αληθινά γεγονότα για κάποιον ή κάτι αφού έχουν κρυφτεί επειδή είναι κακό, ανέντιμο ή παράνομο
- ↪ the exposure of a conspiracy - η αποκάλυψη μιας συνωμοσίας
- (μη μετρήσιμο) η δημοσιότητα, το να συζητείται ή το να αναφέρεται στην τηλεόραση, στις εφημερίδες κτλ.
- (μη μετρήσιμο) η έκθεση, η παρουσίαση σε κάτι νέο
- ↪ the students’ exposure to new cultures - η έκθεση των μαθητών στις νέες κουλτούρες
- (μη μετρήσιμο) η έκθεση, ιατρική κατάσταση που προκαλείται από έκθεση σε πολύ κρύο καιρό για πάρα πολύ καιρό χωρίς προστασία
- ↪ He died of exposure (to the elements).
- Πέθανε από έκθεση (στα στοιχεία της φύσεως).
- ↪ He died of exposure (to the elements).
- (φωτογραφία) η έκθεση, η ποσότητα φωτός που δέχεται το φιλμ, ελεγχόμενη από τη συνεργασία κλείστρου-διαφράγματος
- ↪ the exposure range - το εύρος έκθεσης
- (φωτογραφία) η πόζα, η παράσταση που αποτυπώνεται σε ειδική επιφάνεια με τη μέθοδο της φωτογραφικής και εκτυπώνεται σε ειδικό χαρτί
- ↪ How many exposures did you take?
- Πόσες πόζες τράβηξες;
- ↪ How many exposures did you take?
- (μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η ενέργεια του να δείχνει κάτι που συνήθως κρύβεται
- ↪ the exposure of one’s genitalia - η επίδειξη των γεννητικών οργάνων