υποστράτηγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υποστράτηγος | οι | υποστράτηγοι |
γενική | του | υποστράτηγου & υποστρατήγου |
των | υποστράτηγων & υποστρατήγων |
αιτιατική | τον | υποστράτηγο | τους | υποστράτηγους & υποστρατήγους |
κλητική | υποστράτηγε | υποστράτηγοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποστράτηγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποστράτηγος. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + στρατηγός.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.poˈstra.ti.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐στρά‐τη‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποστράτηγος αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του ταξίαρχου και κατώτερο του αντιστράτηγου
- συντομογραφία:' υπτγος
- (βαθμός αστυνομίας) ανώτατος αξιωματικός της αστυνομίας με βαθμό ανώτερο του ταξίαρχου αστυνομίας και κατώτερο του αντιστράτηγου αστυνομίας
- (βαθμός πυροσβεστικής) ανώτατος αξιωματικός της πυροσβεστικής με βαθμό ανώτερο του αρχιπύραρχου και κατώτερο του αντιστράτηγου πυροσβεστικής (αρχηγός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις υπό, στρατηγός και στρατός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αντιστράτηγος (↑ανώτερος)
- ταξίαρχος (↓κατώτερος)
- υποναύαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- υποπτέραρχος (πολεμική αεροπορία)
- αναθεωρητής Β΄ (δικαστικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποστράτηγος
Πηγές
[επεξεργασία]- υποστράτηγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποστράτηγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Βαθμοί αστυνομίας (νέα ελληνικά)
- Βαθμοί πυροσβεστικής (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)