μαρξισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρξισμός αρσενικό (αδόκιμο στον πληθυντικό)
- (* πολιτική, οικονομία) η οικονομική, πολιτική και κοινωνική θεωρία του Μαρξ και του Έγκελς που βασίζεται στην πάλη των τάξεων με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού συστήματος.
- η κοινωνική και οικονομική θεωρία που διατυπώθηκε από τον Καρλ Μαρξ και που αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)