egzemplarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛɡˈzɛ̃.mplaʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

egzemplarz (pl) αρσενικό

  1. το αντίτυπο
    wszystkie egzemplarze książki zostały już sprzedane, a wydawcy zdecydowali się dodrukować następne 20 tys. - όλα τα αντίτυπα του βιβλίου πουλήθηκαν ήδη και οι εκδότες αποφάσισαν να εκδώσουν επιπλέον άλλες 20.000