do góry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

do góry (pl)

  1. προς το βουνό
  2. πάνω, προς τα επάνω
  3. ψηλά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • do góry nogami: τα πάνω κάτω, ανάποδα
  • ręce do góry!: ψηλά τα χέρια!