dinheiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dinheiro | dinheiros |
dinheiro (pt) αρσενικό
- το χρήμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dinheiro | dinheiros |
dinheiro (pt) αρσενικό