diagonal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]diagonal (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diagonal (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diagonal | diagonals |
θηλυκό | diagonale | diagonales |
diagonal (fr)