dey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dey | deys |
dey (fr) αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Claude Augé (επιμ.) Nouveau Petit Larousse illustré. Dictionnaire encyclopedique, 95η έκδοση (Παρίσι, Librairie Larousse, 1929), σ. 300, λήμμα «dey».