col
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- col < cou
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
col | cols |
col αρσενικό
- ο γιακάς
- repasser le col de la chemise - σιδερώνω τον γιακά του πουκαμίσου
- ο τράχηλος
- cancer du col de l'utérus - καρκίνος του τραχήλου της μήτρας
- η κλεισούρα
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]col (es)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]col (ca)