chimique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chimique < chimie

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chimique chimiques

chimique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χημικός
    formule chimique - χημικός τύπος

Συγγενικά

[επεξεργασία]