bonhomie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɔ.nɔ.mi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bonhomie bonhomies

bonhomie (fr) θηλυκό