bomb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bomb | bombs |
bomb (en)
- (οπλισμός) η βόμβα
- ↪ They got people out of the building where the bomb had been placed.
- Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
- ↪ They got people out of the building where the bomb had been placed.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bomb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bombs |
αόριστος | bombed |
παθητική μετοχή | bombed |
ενεργητική μετοχή | bombing |
bomb (en)
- (μεταβατικό) βομβαρδίζω, ρίχνω βόμβες
- ↪ London was bombed day and night.
- Το Λονδίνο βομβαρδιζόταν μέρα και νύχτα.
- ↪ London was bombed day and night.