bitte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bitte | bittes |
bitte (fr) θηλυκό
- η δέστρα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bitte < πρώτο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος bitten. Συγκρι. το δικό μας "παρακαλώ".
Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]bitte (de)