auxiliary verb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
auxiliary verb | auxiliary verbs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]auxiliary verb (en)
- (γραμματική) το βοηθητικό ρήμα
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- auxiliary verb στην αγγλική Βικιπαίδεια