assumir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]assumir (pt)
- προϋποθέτω
- αναλαμβάνω
- δέχομαι ως αληθινή υπόθεση, υποθέτω με βεβαιότητα, δέχομαι ένα αξίωμα π.χ. της γεωμετρίας
- (μέσο) θεωρούμαι