ass
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Παράγωγα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ass
(en)
ο
γάιδαρος
(
μεταφορικά
) ο
κόπανος
, ο
ηλίθιος
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ass
(en)
(
αμερικανικά αγγλικά
,
χυδαίο
,
αργκό
) ο
κώλος
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
buttock
Παράγωγα
[
επεξεργασία
]
kick ass
Πηγές
[
επεξεργασία
]
ass
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αμερικανικοί όροι (αγγλικά)
Χυδαιολογίες (αγγλικά)
Αργκό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
العربية
Asturianu
বাংলা
Brezhoneg
Corsu
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Latina
Lëtzebuergesch
Limburgs
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sicilianu
Sängö
ၽႃႇသႃႇတႆး
Tacawit
සිංහල
Simple English
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Walon
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú