areno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | areno | arenoj |
αιτιατική | arenon | arenojn |
areno (eo)
- η αρένα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | areno | arenoj |
αιτιατική | arenon | arenojn |
areno (eo)