appel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
appel | appels |
appel (fr) αρσενικό
- η κλήση
- το κάλεσμα
- η έφεση
- η μετάκληση
- το προσκλητήριο
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]appel (nl)
- το μήλο