amen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

amen (en)

  1. έκφραση έντονης συμφωνίας

Επίρρημα

[επεξεργασία]

amen (en)

  1. αμήν



Επιφώνημα

[επεξεργασία]

amen (fr)

  1. έκφραση έντονης συμφωνίας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amen (fr) αρσενικό

  1. αμήν



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
amen < αρχαία εβραϊκή אמן

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

amen (it)

  • αμήν στο τέλος της προσευχής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amen (it)

  1. Αμήν δεν μιλάμε άλλο για αυτό, εντάξει να μην μιλήσουμε άλλο για αυτό



Επιφώνημα

[επεξεργασία]

amen (fr)

  1. έκφραση έντονης συμφωνίας
  2. αμήν