album
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]album (en)
- άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ)
- άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
album | albums |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]album (fr) αρσενικό
- άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ), το λεύκωμα
- άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]album (it)
- άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ)
- άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)
- άλμπουμ παλιό ημερολόγιο με αγίους
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]album