album

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Album

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

album (en)

  1. άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ)
  2. άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)



      ενικός         πληθυντικός  
album albums

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

album (fr) αρσενικό

  1. άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ), το λεύκωμα
  2. άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

album (it)

  1. άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ)
  2. άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)
  3. άλμπουμ παλιό ημερολόγιο με αγίους



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

album