adjust
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | adjust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | adjusts |
αόριστος | adjusted |
παθητική μετοχή | adjusted |
ενεργητική μετοχή | adjusting |
Ρήμα
[επεξεργασία]adjust (en)
- (μεταβατικό) προσαρμόζω
- (μεταβατικό) τακτοποιώ, κινώ κάτι ελαφρώς ώστε να φαίνεται πιο νοικοκυρεμένο ή να νιώθω πιο άνετα
- (αμετάβατο) προσαρμόζομαι
Πηγές
[επεξεργασία]- adjust - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: τακτοποιώ