activity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
activity | activities |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]activity (en)
- η δραστηριότητα, κάτι που κάνω για ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση
- ↪ What is your favorite activity on the weekends?
- Ποια είναι η αγαπημένη σου δραστηριότητα τα Σαββατοκύρικα;
- ↪ Her social activities take up all her time.
- Οι κοινωνικές της δραστηριότητες της απορροφούν όλο το χρόνο.
- ↪ What is your favorite activity on the weekends?
- η δραστηριότητα, κάτι που κάνω για να πετύχω έναν συγκεκριμένο στόχο
- ↪ I am limiting/interrupting/expanding my activities.
- Περιορίζω/διακόπτω/επεκτείνω τις δραστηριότητές μου.
- ↪ I am limiting/interrupting/expanding my activities.
- (μη μετρήσιμο) η δραστηριότητα, σύνολο ενεργειών ατόμου ή ομάδας, που αφορούν μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ economic/political/diplomatic activity - οικονομική/πολιτική/διπλωματική δραστηριότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- activity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 249. ISBN 9780194325684., λήμμα: δραστηριότητα