νύμφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νύμφη | οι | νύμφες |
γενική | της | νύμφης | των | νυμφών |
αιτιατική | τη | νύμφη | τις | νύμφες |
κλητική | νύμφη | νύμφες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νύμφη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νύμφη[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νύμφη θηλυκό
- δευτερεύουσα θεά της φύσης της ελληνικής μυθολογίας → δείτε τη λέξη Νύμφη
- χαρακτηρισμός ωραίας νέας γυναίκας
- χαρακτηρισμός παράλιας πόλης
- η νύμφη του Θερμαϊκού (η Θεσσαλονίκη)
- η νύμφη του Παγασητικού (ο Βόλος)
- (προσφώνηση) (εκκλησιαστικές εκφράσεις) νύφη (γυναίκα που παντρεύεται)
- νύμφη ανύμφευτος
- (ζωολογία) χρυσαλλίδα, η κάμπια των εντόμων στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- νυμφαία (βοτανική)
- νυμφαίο, νυμφαίον
- νυμφεύω
- νυμφίδιο
- νυμφικός
- νυμφίος
- νυμφίτις, νυμφύτιδα (ιατρική)
- νυμφώνας
- και → δείτε τη λέξη νύφη
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ανύμφευτος
- μελλόνυμφη, μελλόνυμφος
- νεόνυμφη, νεόνυμφος
- νυμφόληπτος
- νυμφομανής
- νυμφομανία
- νυμφοστολίζω
- παράνυμφος (λόγιο)
- προνύμφη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νύμφη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νύμφη ανύμφευτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νύμφη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νύμφη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νύμφη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νύμφη θηλυκό
- νύφη, γυναίκα την ημέρα του γάμου της
- γίνομαι νύμφη: παντρεύομαι
- λαμβάνω νύμφην: παντρεύομαι
- νιόπαντρη
- η σύζυγος
- σύζυγος αδελφού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θεόνυμφος (προσφώνηση Παναγίας)
- καλόνυμφος
- μελλονύμφη
- νεόνυμφος, νεόνυμφη, νεόνυφος
- νυμφαγωγός
- νυμφαγωγῶ
- Νύμφαιος
- νυμφεύω (όπως και στα νέα ελληνικά)
- νυμφικός (όπως και στα νέα ελληνικά)
- νυμφίος
- νυμφίτσα
- νυμφοστόλι
- νυμφοστολίζω
- νυμφοστόλος
Πηγές
[επεξεργασία]Τόμος ΙΑ', σ.314 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νύμφη | αἱ | νύμφαι |
γενική | τῆς | νύμφης | τῶν | νυμφῶν |
δοτική | τῇ | νύμφῃ | ταῖς | νύμφαις |
αιτιατική | τὴν | νύμφην | τὰς | νύμφᾱς |
κλητική ὦ! | νύμφη | νύμφαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νύμφᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νύμφαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νύμφη < άγνωστης ετυμολογίας. Δύσκολη η σύνδεση με το λατινικό nūbō ("παντρεύομαι" ή κατ' άλλη άποψη "σκεπάζω"). Το έρρινο ένθημα < μ > ίσως έχει εκφραστικό ρόλο.[1] → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νύμφη θηλυκό
- νεαρή σύζυγος
- η σύζυγος
- παρθένα, νεαρή κόρη
- οι θεές 'Νύμφαι' της μυθολογίας → δείτε τη λέξη Νύμφη
- (μεταφορικά) για ανθρώπους σε κατάσταση έκστασης
- (εντομολογία) χρυσαλλίδα, προνύμφη μέλισσας, μεταξοσκώληκα
- αρσενικό μυρμήγκι με φτερά
- κλειτορίδα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- νύμφᾰ (νύμφᾱ δωρικός τύπος. Επίσης, νύμφᾰ επική κλητική πτώση ενικού)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀνύμφευτος
- δυσνύμφευτος
- ἐπινυμφεύομαι
- εὔνυμφος
- κακονύμφευτος
- κλεψίνυμφος
- λαθρόνυμφος
- μελλόνυμφος
- μισόνυμφος
- νεόνυμφος
- νυμφαγενής
- νυμφαγωγέω, -ῶ
- νυμφαία (βοτανική)
- νύμφαιον
- νυμφαῖος
- νυμφεῖος
- νύμφευμα
- νύμφευσις
- νυμφευτής
- νυμφεύω
- νυμφηγέτης
- νυμφίδιος
- νυμφικός
- νυμφίος
- νύμφιος
- νυμφογενής
- νυμφογέννητος
- νυμφοκομέω, -ῶ
- νυμφόληπτος
- νυμφοπόνος
- νυμφοστολέω, -ῶ
- νυμφοστόλος
- νυμφότιμος
- νυμφοτομέω, -ῶ
- νυμφοτομία
- νυμφοτροφέω, -ῶ
- νυμφώδης
- νυμφών
- ὁμόνυμφος
- παλεονυμφάγονος
- παρανυμφεύω
- παρανύμφιος
- παράνυμφος
- πολύνυμφος
- προνύμφιος
- πρωτονύμφευτος
- συννυμφοκόμος
- σύννυμφος
- ὑπονυμφίς
- φιλονύμφιος
- ψευδονύμφευτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- νύμφη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νύμφη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -μ- (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Εντομολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)