Lenkung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Lenkung | die | Lenkungen |
γενική | der | Lenkung | der | Lenkungen |
δοτική | der | Lenkung | den | Lenkungen |
αιτιατική | die | Lenkung | die | Lenkungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lenkung (de) θηλυκό
- μηχανισμός κατεύθυνσης (αυτοκινήτου, κ.α.)