American
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | American |
συγκριτικός | more American |
υπερθετικός | most American |
American (en)
- αμερικανικός
- ↪ She speaks English with an American accent.
- Μιλάει Αγγλικά με αμερικανική προφορά.
- ↪ She speaks English with an American accent.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
American | Americans |
American (en)
- (εθνικό όνομα) ο Αμερικανός, η Αμερικανίδα
Πηγές
[επεξεργασία]- American (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- American (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- American < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]American αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]