-ικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -ικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ικός η -ική
-ικιά
το -ικό
      γενική του -ικού της -ικής
-ικιάς
του -ικού
    αιτιατική τον -ικό τη(ν) -ική
-ικιά
το -ικό
     κλητική -ικέ -ική
-ικιά
-ικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ικοί οι -ικές τα -ικά
      γενική των -ικών των -ικών των -ικών
    αιτιατική τους -ικούς τις -ικές τα -ικά
     κλητική -ικοί -ικές -ικά
Το θηλυκό, είτε σε -ή, είτε σε ή και -ιά
όπως «καλός», ή όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ικός για δήλωση ιδιότητας, χαρακτηριστικών ή καταγωγής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ι‐κός

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ικός, -ική/-ικιά[1], -ικό
Α. παραγωγική κατάληξη / επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων...

  1. ...που παράγονται από εθνικά ουσιαστικά. Δηλώνουν ότι το επίθετο προέρχεται από τη χώρα, την πόλη, την περιοχή ή γενικά από ένα σύνολο ανθρώπων.
    Άγγλος > αγγλικός, Γάλλος > γαλλικός, Ρουμανία > ρουμανικός
    → δείτε και το επίθημα  -ικος σε λαϊκότροπο ύφος, όπως ρουμάνικος
  2. ...που παράγονται από προσηγορικά ουσιαστικά. Δηλώνουν κάτι που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει ή προέρχεται από το ομόρριζο ουσιαστικό
    δημοκρατία > δημοκρατικός, μέτωπο > μετωπικός, λαός > λαϊκός
  3. ...που παράγονται από ρήματα. Δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή είναι κατάλληλο γι' αυτό
    δημιουργώ > δημιουργικός, πειθαρχώ > πειθαρχικός

Β. παραγωγική κατάληξη / επίθημα ουσιαστικοποιημένων επιθέτων...

  1. ...που σχηματίζουν αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη, μάθηση... (με ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του επιθέτου στον ενικό αριθμό)
    → δείτε τη λέξη -ική όπως γλυπτικός > γλυπτική, ηθικός > ηθική, παιδιατρικός > παιδιατρική
  2. ...που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη ή μάθηση... (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
    → δείτε τη λέξη -ικά όπως μαθηματικά, οικονομικά, οικοκυρικά
    1. ...απ' τα οποία προκύπτουν περιληπτικά ουσιαστικά (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
      ασημικά, γυαλικά, λαχανικά
    2. ...που δηλώνουν τη συνομοταξία ή γενικά μεγάλη κατηγορία ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
      μηρυκαστικά, τρωκτικά
    3. ...που δίνουν τη γενική ονομασία παρεμφερών ασθενειών που αφορούν το μέρος του σώματος που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη (με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό)
      εντερικά, μητρικά

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Τα επίθετα σε -ικός (και -ιμος) δε σχηματίζουν κανονικά αρνητικούς τύπους με το στερητικό μόριο α-: π.χ. (βασικός≠*αβάσικος). Υπάρχουν όμως και αρκετά που για διάφορους λόγους σχηματίζουν: π.χ. α-τονικός (< ατονία), αν-αιμικός (< αναιμία), α-βάσιμος, α-δόκιμος κ.ά.. Όπως αναφέρεται στο λεξικό του Μπαμπινιώτη[2], ο λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος επισημαίνει πως τα δύο τελευταία δε σχηματίστηκαν ορθώς, αλλά καθιερώθηκαν από τη χρήση.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σπάνια στον προφορικό λαϊκό λόγο: και θηλυκό σε -ικιά· π.χ. αγαπητικιά (μειωτικό)
  2. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2005Β, λήμμα -ικός



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-ικός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα επίθημα *-ko-, ενισχυμένο με το φωνήεν -i- (*i-ko-) από θέματα που έληγαν σε -i-.

Επίθημα

[επεξεργασία]

-ικός ή -ικος

  1. (στον Όμηρο) δηλωτικό καταγωγής για το σχηματισμό εθνικών ονομάτων
    Πελασγικός
  2. (κυρίως από την κλασική περίοδο και μετά) επέκταση της σημασίας ως δηλωτικό
    1. χαρακτηριστικών, ιδιότητων
      παῖς, παιδ- > παιδικός
      φύσις > φυσικός
    2. επιστημονικών, φιλοσοφικών όρων της εποχής
      Οἰκονομικός (έργο του Ξενοφώντα)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]