ἀββα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀββα < (άμεσο δάνειο) αραμαϊκή אבא (abba, πατέρας) → και δείτε τη λέξη ἀββᾶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀββα αρσενικό άκλιτο (συνήθως ως κλητική σε προσφωνήσεις)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αραμαϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά άκλιτα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Χριστιανισμός (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)