σκυθρωπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυθρωπός η σκυθρωπή το σκυθρωπό
      γενική του σκυθρωπού της σκυθρωπής του σκυθρωπού
    αιτιατική τον σκυθρωπό τη σκυθρωπή το σκυθρωπό
     κλητική σκυθρωπέ σκυθρωπή σκυθρωπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυθρωποί οι σκυθρωπές τα σκυθρωπά
      γενική των σκυθρωπών των σκυθρωπών των σκυθρωπών
    αιτιατική τους σκυθρωπούς τις σκυθρωπές τα σκυθρωπά
     κλητική σκυθρωποί σκυθρωπές σκυθρωπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκυθρωπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκυθρωπός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sci.θɾoˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐θρω‐πός

Επίθετο

[επεξεργασία]

σκυθρωπός, -ή, -ό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σκυθρωπός σκυθρωπή τὸ σκυθρωπόν
      γενική τοῦ/τῆς σκυθρωποῦ τῆς σκυθρωπῆς τοῦ σκυθρωποῦ
      δοτική τῷ/τῇ σκυθρωπ τῇ σκυθρωπ τῷ σκυθρωπ
    αιτιατική τὸν/τὴν σκυθρωπόν τὴν σκυθρωπήν τὸ σκυθρωπόν
     κλητική ! σκυθρωπέ σκυθρωπή σκυθρωπόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σκυθρωποί αἱ σκυθρωπαί τὰ σκυθρωπᾰ́
      γενική τῶν σκυθρωπῶν τῶν σκυθρωπῶν τῶν σκυθρωπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σκυθρωποῖς ταῖς σκυθρωπαῖς τοῖς σκυθρωποῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς σκυθρωπούς τὰς σκυθρωπᾱ́ς τὰ σκυθρωπᾰ́
     κλητική ! σκυθρωποί σκυθρωπαί σκυθρωπᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκυθρωπώ τὼ σκυθρωπᾱ́ τὼ σκυθρωπώ
      γεν-δοτ τοῖν σκυθρωποῖν τοῖν σκυθρωπαῖν τοῖν σκυθρωποῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκυθρωπός < + -ωπός λείπει η ετυμολογία

ζητούμενο λήμμα