σκορβούτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκορβούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scorbuto < μεσαιωνική λατινική scorbutus < μέση ολλανδική scôrbut < μέση κάτω γερμανική schorbuk < σουηδική skörbjug < νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκορβούτο ουδέτερο
- (ιατρική) αρρώστια (συνήθως των ναυτικών) που εκδηλώνεται με πυρετό, καχεξία, αναιμία, αιμορραγίες και γαστρεντερίτιδες και οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης C
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σκορβούτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση κάτω γερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουηδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)