προσωπείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωπείο < αρχαία ελληνική προσωπεῖον < πρόσωπον (4. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική masque)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.soˈpi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωπείο ουδέτερο
- (θέατρο) είδος μάσκας για το πρόσωπο των ηθοποιών του αρχαίου θεάτρου
- προσωπίδα
- είδος νεκρικής μάσκας που έχει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του νεκρού
- (μεταφορικά) ψεύτικη / προσποιητή συμπεριφορά και χαρακτήρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πρόσωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)