προσωπίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωπίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσωπίς από την αιτιατική «τὴν προσωπίδα» < αρχαία ελληνική πρόσωπον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.soˈpi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωπίδα θηλυκό
- ομοίωμα προσώπου που φοριέται καλύπτοντας το πρόσωπο, συνήθως με παραμορφωμένα ή ειδικά χαρακτηριστικά
- ⮡ Η προσωπίδα που φορούσαν οι αρχαίοι υποκριτές ήταν διαφορετική για την τραγωδία και την κωμωδία.
- ※ Η νεκρική προσωπίδα ανδρικής μορφής, γνωστή ως προσωπίδα "του Αγαμέμνονα", είναι, ίσως, το διασημότερο από τα ευρήματα του Schliemann στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. […] Είναι η ωραιότερη από τις πέντε συνολικά χρυσές προσωπίδες, που έχουν βρεθεί στον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών και φαίνεται ότι προορίζονταν για άνδρες ηγεμόνες
- Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Προσωπίδα "του Αγαμέμνονα" Η @odysseus.culture.gr
- ≈ συνώνυμα: προσωπείο
- → δείτε και τη λέξη μάσκα
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) προσωπείο
- μεμβράνη που ενίοτε καλύπτει το κεφάλι νεογέννητου παιδιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προσωπιδοφορία
- προσωπιδοφόρος
- → δείτε τη λέξη πρόσωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- προσωπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]προσωπίδα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)