ξεκουράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξεκουράζω, παθητικό: ξεκουράζομαι
- διώχνω την κούραση
- ένα χλιαρό μπάνιο πάντα με ξεκουράζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουράζω | ξεκούραζα | θα ξεκουράζω | να ξεκουράζω | ξεκουράζοντας | |
β' ενικ. | ξεκουράζεις | ξεκούραζες | θα ξεκουράζεις | να ξεκουράζεις | ξεκούραζε | |
γ' ενικ. | ξεκουράζει | ξεκούραζε | θα ξεκουράζει | να ξεκουράζει | ||
α' πληθ. | ξεκουράζουμε | ξεκουράζαμε | θα ξεκουράζουμε | να ξεκουράζουμε | ||
β' πληθ. | ξεκουράζετε | ξεκουράζατε | θα ξεκουράζετε | να ξεκουράζετε | ξεκουράζετε | |
γ' πληθ. | ξεκουράζουν(ε) | ξεκούραζαν ξεκουράζαν(ε) |
θα ξεκουράζουν(ε) | να ξεκουράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκούρασα | θα ξεκουράσω | να ξεκουράσω | ξεκουράσει | ||
β' ενικ. | ξεκούρασες | θα ξεκουράσεις | να ξεκουράσεις | ξεκούρασε | ||
γ' ενικ. | ξεκούρασε | θα ξεκουράσει | να ξεκουράσει | |||
α' πληθ. | ξεκουράσαμε | θα ξεκουράσουμε | να ξεκουράσουμε | |||
β' πληθ. | ξεκουράσατε | θα ξεκουράσετε | να ξεκουράσετε | ξεκουράστε | ||
γ' πληθ. | ξεκούρασαν ξεκουράσαν(ε) |
θα ξεκουράσουν(ε) | να ξεκουράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεκουράσει | είχα ξεκουράσει | θα έχω ξεκουράσει | να έχω ξεκουράσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεκουράσει | είχες ξεκουράσει | θα έχεις ξεκουράσει | να έχεις ξεκουράσει | έχε ξεκουρασμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεκουράσει | είχε ξεκουράσει | θα έχει ξεκουράσει | να έχει ξεκουράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουράσει | είχαμε ξεκουράσει | θα έχουμε ξεκουράσει | να έχουμε ξεκουράσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουράσει | είχατε ξεκουράσει | θα έχετε ξεκουράσει | να έχετε ξεκουράσει | έχετε ξεκουρασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεκουράσει | είχαν ξεκουράσει | θα έχουν ξεκουράσει | να έχουν ξεκουράσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεκουρασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεκουρασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεκουρασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεκουρασμένο |