νομολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νομολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νομολογία θηλυκό
- η ερμηνεία των νόμων από τα δικαστήρια, το σύνολο των λύσεων που δίνουν στα νομικά ζητήματα τα δικαστήρια κατά την απονομή δικαιοσύνης
- το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων που σχετίζονται με μια δικαστική υπόθεση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομολογία