νάρκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νάρκη | οι | νάρκες |
γενική | της | νάρκης | των | ναρκών |
αιτιατική | τη | νάρκη | τις | νάρκες |
κλητική | νάρκη | νάρκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νάρκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νάρκη (μούδιασμα)
- για τους όρους της φυσιολογίας: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική narcose
- για τον στρατιωτικό όρο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική torpille[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈnaɾ.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νάρ‐κη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νάρκη θηλυκό
- κατάσταση βαθέος ύπνου
- κατάσταση κατά την οποία επιβραδύνονται οι ζωτικές λειτουργίες ενός οργανισμού και περιορίζονται στο ελάχιστο οι κινήσεις και η αισθητηριακή ικανότητα
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) εκρηκτική πολεμική συσκευή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νάρκη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νάρκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νάρκη | αἱ | νάρκαι |
γενική | τῆς | νάρκης | τῶν | ναρκῶν |
δοτική | τῇ | νάρκῃ | ταῖς | νάρκαις |
αιτιατική | τὴν | νάρκην | τὰς | νάρκᾱς |
κλητική ὦ! | νάρκη | νάρκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νάρκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νάρκαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νάρκη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < πιθανόν από μεταπτωτική βαθμίδα θέματος με σημασία «δένω, πιάνω» [1]: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)nerq- < *(s)ner- (γυρίζω, στρέφω) [2]
- Διαφωνεί ο Beekes[3] με την ανάλυση που οδηγεί σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αρχή, και πιθανολογεί προελληνικό θέμα *nark-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νάρκη θηλυκό
- αναισθησία, παράλυση, μούδιασμα, νέκρωση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 5.25, @scaife.perseus
- ἄρθροισιν οἰδήματα καὶ ἀλγήματα, ἄτερ ἕλκεος, καὶ ποδαγρικὰ, καὶ σπάσματα, τουτέων τὰ πλεῖστα ψυχρὸν πολλὸν καταχεόμενον ῥηΐζει τε καὶ ἰσχναίνει, καὶ ὀδύνην λύει· νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης λυτική.
- για τα οιδήματα και τους πόνους στις αρθρώσεις, μα χωρίς πληγές, και για τις ποδάγρες και τις θλάσεις, απ' αυτά, τα περισσότερα με περίχυμα άφθονου κρύου [υγρού / πάγου -με ψυχρολουσία-] γίνονται πιο ανεκτά και μειώνονται και σταματάει ο πόνος· και η μέτρια νάρκωση/μούδιασμα διώχνει [τον πόνο]. → λείπει η μετάφραση
- ἄρθροισιν οἰδήματα καὶ ἀλγήματα, ἄτερ ἕλκεος, καὶ ποδαγρικὰ, καὶ σπάσματα, τουτέων τὰ πλεῖστα ψυχρὸν πολλὸν καταχεόμενον ῥηΐζει τε καὶ ἰσχναίνει, καὶ ὀδύνην λύει· νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης λυτική.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 5.25, @scaife.perseus
- (ιχθυολογία) ψάρι ή χέλι που ναρκώνει όποιον τ' αγγίξει: η μουδιάστρα
- ⮡ νάρκη θαλαττία (για το ψάρι), νάρκη ποταμία (για το χέλι)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Μένων, 80a, 8-9
- ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ· καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιάζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ, καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι
- → λείπει η μετάφραση
- ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ· καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιάζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ, καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀποναρκάω, -ῶ
- ἀπονάρκησις
- ἀποναρκόομαι, -οῦμαι
- ἀπονάρκωσις
- διαναρκάω, -ῶ
- ἐκναρκάω, -ῶ
- ἐναρκέω, -ῶ
- καταναρκάομαι, -ῶμαι
- καταναρκάω, -ῶ
- νάρκα
- νάρκαφθον
- ναρκάω, -ῶ
- νάρκησις
- ναρκίον
- νάρκισσος & συγγενικά
- ναρκόω, -ῶ
- ναρκώδης
- νάρκωσις
- ναρκωτικός
- θηριονάρκη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ νάρκη στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- νάρκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νάρκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ιπποκράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ιχθυολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)