κρεμμύδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεμμύδι τα κρεμμύδια
      γενική του κρεμμυδιού των κρεμμυδιών
    αιτιατική το κρεμμύδι τα κρεμμύδια
     κλητική κρεμμύδι κρεμμύδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρεμμύδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεμμύδιν < ελληνιστική κοινή κρέμμυον < αρχαία ελληνική κρόμμυον[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾeˈmi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεμ‐μύ‐δι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
κρεμμύδια

κρεμμύδι ουδέτερο ή κρομμύδι

  1. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Allium cepa
  2. (λαχανικό) o βρώσιμος υπόγειος βλαστός (βολβός) του φυτού αυτού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]