κοσμολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοσμολογία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.zmo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμολογία θηλυκό
- (αστρονομία, φυσική) επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την μελέτη των γενικών νόμων που διέπουν το σύμπαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (αγγλικά)
- Φυσική (αγγλικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)