κεραμιδόγατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμιδόγατος οι κεραμιδόγατοι
      γενική του κεραμιδόγατου των κεραμιδόγατων
    αιτιατική τον κεραμιδόγατο τους κεραμιδόγατους
     κλητική κεραμιδόγατε κεραμιδόγατοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεραμιδόγατος < κεραμίδ(ι) + -ό- + γάτος (που κυκλοφορούσε ελεύθερος στα κεραμίδια των σπιτιών)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεραμιδόγατος αρσενικό (θηλυκό κεραμιδόγατα)

  1. αδέσποτη γάτα
  2. (μεταφορικά) γάτα άγνωστης ράτσας
  3. (μεταφορικά) άντρας χωρίς μόνιμη σχέση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]