θόρυβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θόρυβος | οι | θόρυβοι |
γενική | του | θορύβου & θόρυβου |
των | θορύβων |
αιτιατική | τον | θόρυβο | τους | θορύβους |
κλητική | θόρυβε | θόρυβοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θόρυβος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θόρυβος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθo.ɾi.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θό‐ρυ‐βος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θόρυβος αρσενικό
- δυνατός, ανεπιθύμητος ή ενοχλητικός ήχος
- οποιοσδήποτε αντιληπτός ήχος
- ⮡ Άρχισε πρόσφατα ο σκληρός δίσκος να κάνει περίεργο θόρυβο.
- (τεχνολογία) κάθε τι που παρεμποδίζει τη λήψη ραδιοηλεκτρικούς σήματος και τη μετάδοση πληροφορίας
- ⮡ Ο θόρυβος στο οπτικό σήμα μιας τηλεόρασης έχει μορφή «χιονιού».
- ⮡ Το μεγάφωνο είχε πρόβλημα θορύβου στο ακουστικό σήμα και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τις ανακοινώσεις.
- (μεταφορικά) εκτεταμένη συζήτηση για κάποιο πρόσωπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
θορυβ-
θορυβ-
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θόρυβος
Πηγές
[επεξεργασία]- θόρυβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θόρυβος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θόρυβος | οἱ | θόρυβοι |
γενική | τοῦ | θορύβου | τῶν | θορύβων |
δοτική | τῷ | θορύβῳ | τοῖς | θορύβοις |
αιτιατική | τὸν | θόρυβον | τοὺς | θορύβους |
κλητική ὦ! | θόρυβε | θόρυβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θορύβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θορύβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θόρυβος, ήδη τον 6ο αιώνα σε απόσπασμα του Πρατίνα < κατάληξη -βος, δηλωτικό θορύβου, ήχου. Το θέμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θόρυβος, -ου αρσενικό
- θόρυβος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Πρατίνας, Απόσπασμα 3, στίχ. 1. Ανθολογία @greek-language.gr
- τίς ὁ θόρυβος ὅδε; τί τάδε τὰ χορεύματα;
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Πρατίνας, Απόσπασμα 3, στίχ. 1. Ανθολογία @greek-language.gr
- θόρυβος, αναταραχή, σύγχυση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 87.2
- ἐπειδὴ γὰρ ἐς θόρυβον πολλὸν ἀπίκετο τὰ βασιλέος πρήγματα, ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ ἡ νηῦς ἡ Ἀρτεμισίης ἐδιώκετο ὑπὸ νεὸς Ἀττικῆς·
- Δηλαδή, καθώς οι δυνάμεις του βασιλιά βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση, εκείνη την ώρα το καράβι της Αρτεμισίας καταδιωκόταν από αθηναϊκό καράβι·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐπειδὴ γὰρ ἐς θόρυβον πολλὸν ἀπίκετο τὰ βασιλέος πρήγματα, ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ ἡ νηῦς ἡ Ἀρτεμισίης ἐδιώκετο ὑπὸ νεὸς Ἀττικῆς·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 10.4
- καὶ προσβαλόντων τῶν Ἀθηναίων καὶ κατὰ θάλασσαν ταῖς ναυσὶ καὶ ἐς τὴν γῆν ἀποβάντων θόρυβός τε ἐγένετο πολὺς καὶ ἄτακτος,
- Οι Αθηναίοι τούς έκαναν επίθεση και από θάλασσα με τα καράβια και από στεριά με απόβαση και τους προκάλεσαν σύγχυση και αταξία.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ προσβαλόντων τῶν Ἀθηναίων καὶ κατὰ θάλασσαν ταῖς ναυσὶ καὶ ἐς τὴν γῆν ἀποβάντων θόρυβός τε ἐγένετο πολὺς καὶ ἄτακτος,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 87.2
- θόρυβος ως έκφραση επιδοκιμασίας, επευφημία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 6, 492b
- Ὅταν, εἶπον, συγκαθεζόμενοι ἁθρόοι πολλοὶ εἰς ἐκκλησίας ἢ εἰς δικαστήρια ἢ θέατρα ἢ στρατόπεκα ἤ τινα ἄλλον κοινὸν πλήθους σύλλογον σὺν πολλῷ θορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν, ὑπερβαλλόντως ἑκάτερα, καὶ ἐκβοῶντες καὶ κροτοῦντες,
- Εκεί που μαζεύουνται σωρός όλοι μαζί στις συνεδριάσεις του λαού ή στα δικαστήρια ή στα θέατρα ή στα στρατόπεδα ή σε καμιά άλλη κοινή σύναξη του πλήθους και με πολύ θόρυβο άλλοτε αποδοκιμάζουν τους λόγους και τις πράξεις κι άλλοτε επαινούν, υπερβολικά και στη μια και στην άλλη περίσταση, και ξεφωνίζουν και χειροκροτούν,
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ὅταν, εἶπον, συγκαθεζόμενοι ἁθρόοι πολλοὶ εἰς ἐκκλησίας ἢ εἰς δικαστήρια ἢ θέατρα ἢ στρατόπεκα ἤ τινα ἄλλον κοινὸν πλήθους σύλλογον σὺν πολλῷ θορύβῳ τὰ μὲν ψέγωσι τῶν λεγομένων ἢ πραττομένων, τὰ δὲ ἐπαινῶσιν, ὑπερβαλλόντως ἑκάτερα, καὶ ἐκβοῶντες καὶ κροτοῦντες,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 14
- ὑμεῖς μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντες ἀμφότερ᾽ ὡς οἷόν τε μάλιστ᾽ ἀπεδέξασθε, τήν τ᾽ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμὴν καὶ τὸ συμβὰν ἀπὸ τῆς τύχης, καὶ θόρυβον καὶ κρότον τοιοῦτον ὡς ἂν ἐπαινοῦντές τε καὶ συνησθέντες ἐποιήσατε,
- ενώ όλοι σεις, Αθηναίοι, δεχθήκατε και τα δύο, δηλ. και την προσφορά μου και την εύνοια της τύχης απέναντί μου, με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση και οι επιφωνήσεις και τα χειροκροτήματά σας φανέρωναν επιδοκιμασία και συμπάθεια για μένα,
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ὑμεῖς μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντες ἀμφότερ᾽ ὡς οἷόν τε μάλιστ᾽ ἀπεδέξασθε, τήν τ᾽ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμὴν καὶ τὸ συμβὰν ἀπὸ τῆς τύχης, καὶ θόρυβον καὶ κρότον τοιοῦτον ὡς ἂν ἐπαινοῦντές τε καὶ συνησθέντες ἐποιήσατε,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 6, 492b
- θόρυβος ως έκφραση αποδοκιμασίας, παράπονο, γογγυσμός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 142 (141-143)
- ὡς καὶ τῆς νῦν φθιμένης νυκτὸς | μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ᾽ ἡμᾶς | ἐπὶ δυσκλείᾳ,
- Όπως τώρα, στη νύχτα που πια αργοσβήνει, | μας κυκλώνει η βαβούρα μεγάλης | ατίμωσης·
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ὡς καὶ τῆς νῦν φθιμένης νυκτὸς | μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ᾽ ἡμᾶς | ἐπὶ δυσκλείᾳ,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 6, 492c
- πρὸς δ᾽ αὐτοῖς αἵ τε πέτραι καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἂν ὦσιν ἐπηχοῦντες διπλάσιον θόρυβον παρέχωσι τοῦ ψόγου καὶ ἐπαίνου.
- ενώ μαζί μ᾽ αυτούς κι οι πέτρες κι ο τόπος γύρω όπου κάθονται αντιλαλεί διπλάσια από τις αποδοκιμασίες ή τους επαίνους των·
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- πρὸς δ᾽ αὐτοῖς αἵ τε πέτραι καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἂν ὦσιν ἐπηχοῦντες διπλάσιον θόρυβον παρέχωσι τοῦ ψόγου καὶ ἐπαίνου.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 142 (141-143)
- κρότος, βοή
Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
θορυβ-
θορυβ-
- Λέξεις θορυβ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- θόρυβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θόρυβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βος (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Δημοσθένη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)