επισκέπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπισκέπτομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επισκέπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισκέπτομαι < ἐπι- + σκέπτομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.piˈsce.pto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐σκέ‐πτο‐μαι

επισκέπτομαι, π.αόρ.: επισκέφθηκα

  1. πάω για επίσκεψη κάπου
  2. πηγαίνω κάπου για να κάνω κάποιον έλεγχο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]