διαφωτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφωτίζω < (ελληνιστική κοινή) διαφωτίζω < διά + αρχαία ελληνική φωτίζω < φάος / φῶς < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.foˈti.zo/ & /ðʝa.foˈti.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]διαφωτίζω (παθητική φωνή: διαφωτίζομαι)
- ενημερώνω κάποιον για κάποιο θέμα που δεν γνωρίζει καλά
- (ειρωνικό) παραπληροφορώ κάποιον ή δεν του προσφέρω επαρκείς εξηγήσεις ή γνώσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιαφώτιστος
- αποδιαφωτίζω
- αποδιαφώτισμα
- διαφώτιση
- διαφωτισμός
- Διαφωτισμός
- διαφωτιστής
- διαφωτιστικά
- διαφωτιστικός
- διαφωτίστρια
- → δείτε τις λέξεις διά, φωτίζω και φως
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφωτίζω | διαφώτιζα | θα διαφωτίζω | να διαφωτίζω | διαφωτίζοντας | |
β' ενικ. | διαφωτίζεις | διαφώτιζες | θα διαφωτίζεις | να διαφωτίζεις | διαφώτιζε | |
γ' ενικ. | διαφωτίζει | διαφώτιζε | θα διαφωτίζει | να διαφωτίζει | ||
α' πληθ. | διαφωτίζουμε | διαφωτίζαμε | θα διαφωτίζουμε | να διαφωτίζουμε | ||
β' πληθ. | διαφωτίζετε | διαφωτίζατε | θα διαφωτίζετε | να διαφωτίζετε | διαφωτίζετε | |
γ' πληθ. | διαφωτίζουν(ε) | διαφώτιζαν διαφωτίζαν(ε) |
θα διαφωτίζουν(ε) | να διαφωτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφώτισα | θα διαφωτίσω | να διαφωτίσω | διαφωτίσει | ||
β' ενικ. | διαφώτισες | θα διαφωτίσεις | να διαφωτίσεις | διαφώτισε | ||
γ' ενικ. | διαφώτισε | θα διαφωτίσει | να διαφωτίσει | |||
α' πληθ. | διαφωτίσαμε | θα διαφωτίσουμε | να διαφωτίσουμε | |||
β' πληθ. | διαφωτίσατε | θα διαφωτίσετε | να διαφωτίσετε | διαφωτίστε | ||
γ' πληθ. | διαφώτισαν διαφωτίσαν(ε) |
θα διαφωτίσουν(ε) | να διαφωτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαφωτίσει | είχα διαφωτίσει | θα έχω διαφωτίσει | να έχω διαφωτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαφωτίσει | είχες διαφωτίσει | θα έχεις διαφωτίσει | να έχεις διαφωτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαφωτίσει | είχε διαφωτίσει | θα έχει διαφωτίσει | να έχει διαφωτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφωτίσει | είχαμε διαφωτίσει | θα έχουμε διαφωτίσει | να έχουμε διαφωτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαφωτίσει | είχατε διαφωτίσει | θα έχετε διαφωτίσει | να έχετε διαφωτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφωτίσει | είχαν διαφωτίσει | θα έχουν διαφωτίσει | να έχουν διαφωτίσει |
|