γαβάθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαβάθα | οι | γαβάθες |
γενική | της | γαβάθας | των | γαβαθών |
αιτιατική | τη | γαβάθα | τις | γαβάθες |
κλητική | γαβάθα | γαβάθες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαβάθα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή *γαβαθα < καβαθα [1] (→ δείτε και ελληνιστική κοινή γάβαθον, μεσαιωνική ελληνική γαβάθιν) < λατινική ganat(h)a[2] < σημιτικής προέλευσης ή προέλευσης από την προελληνική
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣaˈva.θa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐βά‐θα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαβάθα θηλυκό
- (κουζινικά) παραδοσιακό βαθύ ανοιχτό σκεύος για φαγητό μεγάλου σχήματος
- η ποσότητα υγρού ή φαγητού που χωράει σε ένα τέτοιο σκεύος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαβάθα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γαβάθα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)