βόλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόλι < μεσαιωνική ελληνική βόλιον < υποκοριστικό της ελληνιστικής λέξης βόλος (για τα ζάρια και τους βόλους από γυαλί ή τους σβόλους από χώμα) < αρχαία ελληνική βῶλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βόλι ουδέτερο

  1. το σφαιρίδιο από μολύβι που χρησιμοποιούσαν στα πρώτα πυροβόλα όπλα σαν σφαίρα
    ※  Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, / δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, / γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, / που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια. (Του Διάκου, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, 1970, σελ. 82)
  2. (γενικότερα) σφαίρα πυροβόλου όπλου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]