βινεγκρέτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βινεγκρέτ < γαλλική vinaigrette
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βινεγκρέτ θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία) δροσερή σάλτσα από λάδι, ξίδι και αλάτι, συχνά με αρωματικά χόρτα, που προστίθεται στη μαρουλοσαλάτα και στην αγγουροντομάτα