αποδέχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποδέχομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποδέχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποδέχομαι [1] < ἀπο- + δέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + δέχομαι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈðe.xo.mai/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δέ‐χο‐μαι

αποδέχομαι, αόρ.: αποδέχτηκα/αποδέχθηκα/απεδέχθη3o (αποθετικό ρήμα)

  1. δέχομαι, δεν αρνούμαι κάτι που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται
    ⮡  οι κληρονόμοι αποδέχτηκαν επίσημα την κληρονομιά
     αντώνυμα: αρνούμαι, απορρίπτω
  2. συμφωνώ με κάτι, το εγκρίνω, το επιδοκιμάζω
     συνώνυμα: παραδέχομαι, προσυπογράφω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

του ρήματος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]