αβάντζο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβάντζο | τα | αβάντζα |
γενική | του | αβάντζου | των | αβάντζων |
αιτιατική | το | αβάντζο | τα | αβάντζα |
κλητική | αβάντζο | αβάντζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβάντζο < μεσαιωνική ελληνική ἀβάντζον < ιταλική avanzo (πλεόνασμα ισολογισμού)[1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvan.d͡zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βάν‐τζο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβάντζο ουδέτερο
- αύξηση πόντων σε τυχερά παιχνίδια, στη φράση
- πάμε αβάντζο;
- (λαϊκότροπο) πλεονέκτημα στον αντίπαλο
- παραβγήκαμε στο τρέξιμο και νίκησες, αλλά σου είχα δώσει αβάντζο δέκα μέτρα γιατί είσαι μικρότερος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δίνω αβάντζο : πλεονέκτημα στον αντίπαλο, για παράδειγμα όταν παίζουμε με ένα πιόνι λιγότερο στο σκάκι
- πάμε αβάντζο; : ερώτηση για παράταση από παίκτη που χάνει είτε ανεβάζοντας το στοίχημα είτε τους πόντους είτε το χρόνο λήξης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]τα παρώνυμα:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβάντζο
→ δείτε τη λέξη πλεονέκτημα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβάντζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβάντζο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)