Χάσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Χάσια | ||
γενική | των | Χασίων | ||
αιτιατική | τα | Χάσια | ||
κλητική | Χάσια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Χάσια < χάσια, πληθυντικός αριθμός του χάσι < τουρκική hâss
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Χάσια ουδέτερο
- βουνό στα σύνορα του Νομού Τρικάλων με τον Νομό Γρεβενών, βορειοδυτικά της Καλαμπάκας, με υψόμετρο 1.564 μέτρα. Αποτελούν τμήμα της ευρύτερης οροσειράς της Πίνδου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Χάσια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)