ξανά μανά

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 20:17, 6 Οκτωβρίου 2024 από τον Nikos1nikos1 (συζήτηση | συνεισφορές) ({{έκφραση|el}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξανά μανά: ξανά & επανάληψη με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου με μ- (μανά)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ksaˈna maˈna/

Έκφραση

[επεξεργασία]

ξανά μανά

  • (προφορικό) ξανά (για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό)
    Αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ να φύγω!

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • ξανά-μανά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]