ξανά μανά
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksaˈna maˈna/
Έκφραση
[επεξεργασία]ξανά μανά
- (προφορικό) ξανά (για κάτι που επαναλαμβάνεται και γίνεται ενοχλητικό)
- ↪ Αν αρχίσεις πάλι, ξανά μανά τα ίδια, θα σηκωθώ να φύγω!
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- ξανά-μανά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανά μανά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μανά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας