kiss
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kiss | kisses |
kiss (en)
- το φιλί
- ⮡ Give me a kiss.
- Δώσε μου ένα φιλί.
- ⮡ Give me a kiss.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | kiss |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kisses |
αόριστος | kissed |
παθητική μετοχή | kissed |
ενεργητική μετοχή | kissing |
kiss (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φιλώ
- ⮡ Who will kiss the frog?
- Ποιος θα φιλήσει τον βάτραχο;
- ⮡ Look, they are kissing (each other) in front of people.
- Κοίτα, αυτοί φιλιούνται μπροστά στον κόσμο.
- ⮡ Who will kiss the frog?