violate

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 14:59, 25 Φεβρουαρίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές) (Αγγλικά (en))
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας violate
γ΄ ενικό ενεστώτα violates
αόριστος violated
παθητική μετοχή violated
ενεργητική μετοχή violating

violate (en)

  • (επίσημο) παραβιάζω κανόνες, συμφωνίες κλπ
    The law was blatantly violated.
    Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]